- αποσυμφορώ
- αποσυμφορώ και αποσυμφορούμαι -ήθηκα, -ημένος, αραιώνω, απαλλάσσω (πόλεις, δρόμους) από τη μεγάλη κυκλοφορία αυτοκινήτων ή ανθρώπων: Αν δεν αποσυμφορηθεί το κέντρο της πρωτεύουσας από την κίνηση οχημάτων, θα είναι σε λίγο αδύνατη η κυκλοφορία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.